συγκέντρωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | συγκέντρωσῐς | αἱ | συγκεντρώσεις | ||||
| γενική | τῆς | συγκεντρώσεως | τῶν | συγκεντρώσεων | ||||
| δοτική | τῇ | συγκεντρώσει | ταῖς | συγκεντρώσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | συγκέντρωσῐν | τὰς | συγκεντρώσεις | ||||
| κλητική ὦ! | συγκέντρωσῐ | συγκεντρώσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συγκεντρώσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | συγκεντρωσέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- συγκέντρωσις (ελληνιστική κοινή) < αμάρτυρος τύπος *συγκεντρῶ (κλίση -όω) + -σις με συγ- + κέντρ(ον) + -ωσις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: συγκέντρωση
Ουσιαστικό
συγκέντρωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
- συγκέντρωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- συγκέντρωση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.