στρογγυλοπρόσωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρογγυλοπρόσωπος η στρογγυλοπρόσωπη το στρογγυλοπρόσωπο
      γενική του στρογγυλοπρόσωπου της στρογγυλοπρόσωπης του στρογγυλοπρόσωπου
    αιτιατική τον στρογγυλοπρόσωπο τη στρογγυλοπρόσωπη το στρογγυλοπρόσωπο
     κλητική στρογγυλοπρόσωπε στρογγυλοπρόσωπη στρογγυλοπρόσωπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρογγυλοπρόσωποι οι στρογγυλοπρόσωπες τα στρογγυλοπρόσωπα
      γενική των στρογγυλοπρόσωπων των στρογγυλοπρόσωπων των στρογγυλοπρόσωπων
    αιτιατική τους στρογγυλοπρόσωπους τις στρογγυλοπρόσωπες τα στρογγυλοπρόσωπα
     κλητική στρογγυλοπρόσωποι στρογγυλοπρόσωπες στρογγυλοπρόσωπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στρογγυλοπρόσωπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρογγυλοπρόσωπος[1] (συγχρονικά αναλύεται σε στρογγυλ(ός) + -ο- + πρόσωπ(ο) + -ος)

Προφορά

ΔΦΑ : /stɾoŋ.ɟi.loˈpɾo.so.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρογγυλοπρόσωπος

Επίθετο

στρογγυλοπρόσωπος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.