στριγκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στριγκός | η | στριγκιά | το | στριγκό |
| γενική | του | στριγκού | της | στριγκιάς | του | στριγκού |
| αιτιατική | τον | στριγκό | τη | στριγκιά | το | στριγκό |
| κλητική | στριγκέ | στριγκιά | στριγκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στριγκοί | οι | στριγκές | τα | στριγκά |
| γενική | των | στριγκών | των | στριγκών | των | στριγκών |
| αιτιατική | τους | στριγκούς | τις | στριγκές | τα | στριγκά |
| κλητική | στριγκοί | στριγκές | στριγκά | |||
| Κατηγορία όπως «γλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στριγκός < ελληνιστική κοινή θέμα στριγγ- < αρχαία ελληνική στρίγξ (κουκουβάγια). Δείτε και στρίγκλα.[1].
Προφορά
- ΔΦΑ : /stɾiŋˈɡos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στριγ‐κός
- στριγγός (παλιότερη, ετυμολογική γραφή)[2]
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη στριγκλίζω
Μεταφράσεις
στριγκός
|
|
Αναφορές
- στριγκός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.