στρεσογόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στρεσογόνος | η | στρεσογόνος & στρεσογόνα |
το | στρεσογόνο |
| γενική | του | στρεσογόνου | της | στρεσογόνου & στρεσογόνας |
του | στρεσογόνου |
| αιτιατική | τον | στρεσογόνο | τη | στρεσογόνο & στρεσογόνα |
το | στρεσογόνο |
| κλητική | στρεσογόνε | στρεσογόνε & στρεσογόνα |
στρεσογόνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στρεσογόνοι | οι | στρεσογόνοι & στρεσογόνες |
τα | στρεσογόνα |
| γενική | των | στρεσογόνων | των | στρεσογόνων | των | στρεσογόνων |
| αιτιατική | τους | στρεσογόνους | τις | στρεσογόνους & στρεσογόνες |
τα | στρεσογόνα |
| κλητική | στρεσογόνοι | στρεσογόνοι & στρεσογόνες |
στρεσογόνα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
στρεσογόνος -ος, -ο
- που προκαλεί άγχος, στρες
- ※ Εκτιθέμεθα σε όλο και περισσότερες χρόνιες στρεσογόνες καταστάσεις και τα νοσήματα που σχετίζονται με το στρες αυξάνονται (από εκπαιδευτικό υλικό της καθ. του Τμήματος Νοσηλευτικής του TEI Θεσσαλίας Ευαγγελίας Κοτρώτσιου στην «Εισαγωγή στη Νοσηλευτική Επιστήμη. 4. Στρες και στρατηγικές αντιμετώπισης – νοσηλευτική φροντίδα», διαφ. #7· πρόσβαση: 2019-09-30).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.