στρες

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στρες < (λόγιο δάνειο) αγγλική stress[1]

Ουσιαστικό

στρες ουδέτερο άκλιτο

  1. άγχος
  2. καταπόνηση (πχ στρες τεστ)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.