στρεσαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στρεσαρισμένος | η | στρεσαρισμένη | το | στρεσαρισμένο |
| γενική | του | στρεσαρισμένου | της | στρεσαρισμένης | του | στρεσαρισμένου |
| αιτιατική | τον | στρεσαρισμένο | τη | στρεσαρισμένη | το | στρεσαρισμένο |
| κλητική | στρεσαρισμένε | στρεσαρισμένη | στρεσαρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στρεσαρισμένοι | οι | στρεσαρισμένες | τα | στρεσαρισμένα |
| γενική | των | στρεσαρισμένων | των | στρεσαρισμένων | των | στρεσαρισμένων |
| αιτιατική | τους | στρεσαρισμένους | τις | στρεσαρισμένες | τα | στρεσαρισμένα |
| κλητική | στρεσαρισμένοι | στρεσαρισμένες | στρεσαρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στρεσαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος στρεσάρομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.