στρατόσφαιρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στρατόσφαιρα | οι | στρατόσφαιρες |
| γενική | της | στρατόσφαιρας | των | στρατοσφαιρών |
| αιτιατική | τη | στρατόσφαιρα | τις | στρατόσφαιρες |
| κλητική | στρατόσφαιρα | στρατόσφαιρες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στρατόσφαιρα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική stratosphère < λατινική stratus (έκταση) + αρχαία ελληνική σφαῖρα
Ουσιαστικό
στρατόσφαιρα θηλυκό
- η ανώτερη ζώνη της ατμόσφαιρας· διαδέχεται την τροπόπαυση και εκτείνεται από ύψος περίπου 10 χλμ μέχρι ύψους 50-55 χλμ από την επιφάνεια της γης
Πηγές
- στρατόσφαιρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- στρατόσφαιρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
στρατόσφαιρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.