recruit
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| recruit | recruits |
recruit (en)
- (στρατιωτικός όρος) ο νεοσύλλεκτος
- καινούριο απόθεμα για κάτι που εξαντλήθηκε
Ρήμα
| ενεστώτας | recruit |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | recruits |
| αόριστος | recruited |
| παθητική μετοχή | recruited |
| ενεργητική μετοχή | recruiting |
recruit (en)
- στρατολογώ, επιστρατεύω
- (μεταφορικά) χρησιμοποιούμαι για σκοπό
- προσλαμβάνω νέο προσωπικό
- ανανεώνω, αναζωογονώ με νέα αποθέματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.