recruit

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
recruit recruits

recruit (en)

  1. (στρατιωτικός όρος) ο νεοσύλλεκτος
  2. καινούριο απόθεμα για κάτι που εξαντλήθηκε

Ρήμα

ενεστώτας recruit
γ΄ ενικό ενεστώτα recruits
αόριστος recruited
παθητική μετοχή recruited
ενεργητική μετοχή recruiting

recruit (en)

  1. στρατολογώ, επιστρατεύω
  2. προσλαμβάνω νέο προσωπικό
  3. ανανεώνω, αναζωογονώ με νέα αποθέματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.