στραμπουληγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στραμπουληγμένος | η | στραμπουληγμένη | το | στραμπουληγμένο |
| γενική | του | στραμπουληγμένου | της | στραμπουληγμένης | του | στραμπουληγμένου |
| αιτιατική | τον | στραμπουληγμένο | τη | στραμπουληγμένη | το | στραμπουληγμένο |
| κλητική | στραμπουληγμένε | στραμπουληγμένη | στραμπουληγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στραμπουληγμένοι | οι | στραμπουληγμένες | τα | στραμπουληγμένα |
| γενική | των | στραμπουληγμένων | των | στραμπουληγμένων | των | στραμπουληγμένων |
| αιτιατική | τους | στραμπουληγμένους | τις | στραμπουληγμένες | τα | στραμπουληγμένα |
| κλητική | στραμπουληγμένοι | στραμπουληγμένες | στραμπουληγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
στραμπουληγμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.