αραίωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αραίωμα | τα | αραιώματα |
| γενική | του | αραιώματος | των | αραιωμάτων |
| αιτιατική | το | αραίωμα | τα | αραιώματα |
| κλητική | αραίωμα | αραιώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αραίωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αραίωμα ουδέτερο
- η ελάττωση της πυκνότητας υγρού
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αραίωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.