στολίδιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ στολίδιον τὰ στολίδι
      γενική τοῦ στολιδίου τῶν στολιδίων
      δοτική τῷ στολιδί τοῖς στολιδίοις
    αιτιατική τὸ στολίδιον τὰ στολίδι
     κλητική ! στολίδιον στολίδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στολιδίω
γεν-δοτ τοῖν  στολιδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στολίδιον < αρχαία ελληνική στολ(ίς) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον (χιτώνας, εσθήτα) < στολή (εξοπλισμός, ιματισμός)

Ουσιαστικό

στολίδιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Αναφορές

  1. στολίδι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.