στοιχειοθέτηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στοιχειοθέτηση οι στοιχειοθετήσεις
      γενική της στοιχειοθέτησης* των στοιχειοθετήσεων
    αιτιατική τη στοιχειοθέτηση τις στοιχειοθετήσεις
     κλητική στοιχειοθέτηση στοιχειοθετήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στοιχειοθετήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στοιχειοθέτηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα στοιχειοθέτη(σις) + -ση < στοιχειοθετώ

Προφορά

ΔΦΑ : /sti.çi.oˈθe.ti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στοιχειοθέτηση

Ουσιαστικό

στοιχειοθέτηση θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις στοιχειοθετώ, στοιχείο και θέτω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.