στοιχειοθέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στοιχειοθέτης | οι | στοιχειοθέτες |
| γενική | του | στοιχειοθέτη | των | στοιχειοθετών |
| αιτιατική | τον | στοιχειοθέτη | τους | στοιχειοθέτες |
| κλητική | στοιχειοθέτη | στοιχειοθέτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στοιχειοθέτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
στοιχειοθέτης αρσενικό
- (επάγγελμα) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.