στοιχειοθεσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στοιχειοθεσία | οι | στοιχειοθεσίες |
| γενική | της | στοιχειοθεσίας | των | στοιχειοθεσιών |
| αιτιατική | τη | στοιχειοθεσία | τις | στοιχειοθεσίες |
| κλητική | στοιχειοθεσία | στοιχειοθεσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στοιχειοθεσία < στοιχειοθετώ
Μεταφράσεις
στοιχειοθεσία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.