στοιχειοθεσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στοιχειοθεσία οι στοιχειοθεσίες
      γενική της στοιχειοθεσίας των στοιχειοθεσιών
    αιτιατική τη στοιχειοθεσία τις στοιχειοθεσίες
     κλητική στοιχειοθεσία στοιχειοθεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στοιχειοθεσία < στοιχειοθετώ

Ουσιαστικό

στοιχειοθεσία θηλυκό

  1. η στοιχειοθέτηση
  2. η τέχνη, η εργασία του στοιχειοθέτη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.