στικάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στικάκι τα στικάκια
      γενική
    αιτιατική το στικάκι τα στικάκια
     κλητική στικάκι στικάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στικάκι < στικ + υποκοριστικό επίθημα -άκι < αγγλική stick

Ουσιαστικό

στικάκι ουδέτερο άκλιτο

  1. μικρό στικ
  2. (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών
     συνώνυμα:: φλασάκι

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.