φλασάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φλασάκι τα φλασάκια
      γενική
    αιτιατική το φλασάκι τα φλασάκια
     κλητική φλασάκι φλασάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φλασάκι < φλας + υποκοριστικό επίθημα -άκι < αγγλική flash

Ουσιαστικό

φλασάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του φλας
    Κάτι άστραψε, κάτι σαν φλασάκι, / σα πικ νικ μες στο δασάκι, μια γλυκιά φωτιά. (Από τραγούδι σε στίχους Σάκη Μπουλά και μουσική Λαυρέντη Μαχαιρίτσα)
  2. (πληροφορική) στικάκι, γιουεσμπί, φορητή κάρτα μνήμης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.