φλασάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φλασάκι | τα | φλασάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | φλασάκι | τα | φλασάκια |
| κλητική | φλασάκι | φλασάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φλασάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του φλας
- Κάτι άστραψε, κάτι σαν φλασάκι, / σα πικ νικ μες στο δασάκι, μια γλυκιά φωτιά. (Από τραγούδι σε στίχους Σάκη Μπουλά και μουσική Λαυρέντη Μαχαιρίτσα)
- (πληροφορική) στικάκι, γιουεσμπί, φορητή κάρτα μνήμης
Μεταφράσεις
φλασάκι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.