στικ
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
στικ ουδέτερο άκλιτο
- προϊόν που κυκλοφορεί σε συσκευασία κυλίνδρου
- αποσμητικό στικ, ενυδατικό στικ χειλιών, κόλλα στικ, διορθωτικό στικ
- ράβδος, επίμηκες λεπτό κομμάτι
- διακοσμητικό στικ βάφτισης, μεταλλικό στικ, τηγανητά στικ μελιτζάνας
- (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
.jpg.webp)
