στεριωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στεριωμένος | η | στεριωμένη | το | στεριωμένο |
| γενική | του | στεριωμένου | της | στεριωμένης | του | στεριωμένου |
| αιτιατική | τον | στεριωμένο | τη | στεριωμένη | το | στεριωμένο |
| κλητική | στεριωμένε | στεριωμένη | στεριωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στεριωμένοι | οι | στεριωμένες | τα | στεριωμένα |
| γενική | των | στεριωμένων | των | στεριωμένων | των | στεριωμένων |
| αιτιατική | τους | στεριωμένους | τις | στεριωμένες | τα | στεριωμένα |
| κλητική | στεριωμένοι | στεριωμένες | στεριωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στεριωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στεριώνω
Μεταφράσεις
στεριωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.