στενογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | στενογράφος | οι | στενογράφοι |
| γενική | του/της | στενογράφου | των | στενογράφων |
| αιτιατική | τον/τη | στενογράφο | τους/τις | στενογράφους |
| κλητική | στενογράφε | στενογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στενογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sténographe < sténographie < αρχαία ελληνική στενός + γράφω
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις στενογραφία, στενός και γράφω
Μεταφράσεις
στενογράφος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.