σαπωνίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σαπωνίτης | οι | σαπωνίτες |
| γενική | του | σαπωνίτη | των | σαπωνιτών |
| αιτιατική | τον | σαπωνίτη | τους | σαπωνίτες |
| κλητική | σαπωνίτη | σαπωνίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαπωνίτης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /sa.poˈni.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐πω‐νί‐της
-
σαπωνίτης στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.