σταλαγμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταλαγμός οι σταλαγμοί
      γενική του σταλαγμού των σταλαγμών
    αιτιατική τον σταλαγμό τους σταλαγμούς
     κλητική σταλαγμέ σταλαγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σταλαγμός < αρχαία ελληνική σταλαγμός < σταλάσσω

Ουσιαστικό

σταλαγμός αρσενικό

  1. το να σταλάζει κάποιο υγρό, να πέφτει στάγδην, σταγόνα σταγόνα
  2. (αρχιτεκτονική) το γείσο μιας στέγης απ’ το οποίο σταλάζουν τα όμβρια ύδατα
     συνώνυμα: υδρορροή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.