σταλαγματιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σταλαγματιά | οι | σταλαγματιές |
| γενική | της | σταλαγματιάς | των | σταλαγματιών |
| αιτιατική | τη | σταλαγματιά | τις | σταλαγματιές |
| κλητική | σταλαγματιά | σταλαγματιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σταλαγματιά < σταλαματιά < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική σταλαματιά < (αρχαία ελληνική στάλαγμα) θέμα σταλαγματ- + -ιά με αποβολή του /ɣ/ πριν από /m/[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /sta.la.ɣmaˈtça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στα‐λα‐γμα‐τιά
Μεταφράσεις
σταλαγματιά
|
→ δείτε τη λέξη σταγόνα |
Αναφορές
- σταλαγματιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.