σταλαγματιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταλαγματιά οι σταλαγματιές
      γενική της σταλαγματιάς των σταλαγματιών
    αιτιατική τη σταλαγματιά τις σταλαγματιές
     κλητική σταλαγματιά σταλαγματιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σταλαγματιά < σταλαματιά < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική σταλαματιά < (αρχαία ελληνική στάλαγμα) θέμα σταλαγματ- + -ιά με αποβολή του /ɣ/ πριν από /m/[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /sta.la.ɣmaˈtça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σταλαγματιά

Ουσιαστικό

σταλαγματιά θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.