σταθεροποιημένων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σταθεροποιημένων

  1. γενική πληθυντικού του σταθεροποιημένος
  2. γενική πληθυντικού του σταθεροποιημένη
  3. γενική πληθυντικού του σταθεροποιημένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.