στρέγω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στρέγω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στρέγω < αρχαία ελληνική στέργω με μετάθεση του [r][1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈstɾeˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρέ‐γω
- παρώνυμο: στρέχω, στέργω
Ρήμα
στρέγω, πρτ.: έστρεγα, στ.μέλλ.: θα στρέξω, αόρ.: έστρεξα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) συνώνυμο του στέργω, συγκατανεύω
- (στο τρίτο πρόσωπο) → δείτε τη λέξη στρέγει: ταιριάζει
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
στρέγω
|
Αναφορές
- στρέγω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.