στρέγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στρέγω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στρέγω < αρχαία ελληνική στέργω με μετάθεση του [r][1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈstɾeˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρέγω
παρώνυμο: στρέχω, στέργω

Ρήμα

στρέγω, πρτ.: έστρεγα, στ.μέλλ.: θα στρέξω, αόρ.: έστρεξα (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.