στέκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στέκα | οι | στέκες |
| γενική | της | στέκας | — | |
| αιτιατική | τη | στέκα | τις | στέκες |
| κλητική | στέκα | στέκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Στέκες του μπιλιάρδου.

Μία στέκα για τα μαλλιά.
Ετυμολογία 1
- στέκα < (άμεσο δάνειο) ιταλική stecca
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈste.ka/
Ουσιαστικό
στέκα θηλυκό
- ειδική ξύλινη ράβδος που χρησιμοποιείται στο μπιλιάρδο για να χτυπά ο παίκτης τις μπάλες
- ημικυκλικό εξάρτημα από κόκαλο ή σκληρό πλαστικό που χρησιμοποιούν οι γυναίκες για να πιάνουν τα μαλλιά τους
- (μεταφορικά) πολύ αδύνατη γυναίκα
Σύνθετα
- φαλτσοστέκα ή φαλτσοστεκιά
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.