ξανασπρώξιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξανασπρώξιμο τα ξανασπρωξίματα
      γενική του ξανασπρωξίματος των ξανασπρωξιμάτων
    αιτιατική το ξανασπρώξιμο τα ξανασπρωξίματα
     κλητική ξανασπρώξιμο ξανασπρωξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξανασπρώξιμο < ξανα- + σπρώξιμο < σπρώχνω + -ιμο

Προφορά

ΔΦΑ : /ksa.naˈspɾo.ksi.mo/

Ουσιαστικό

ξανασπρώξιμο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.