σπρώχνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σπρώχνομαι < παθητική φωνή του ρήματος σπρώχνω

Ρήμα

σπρώχνομαι

  1. μέση-παθητική φωνή του ρήματος σπρώχνω
  2. σπρώχνοντας άλλους προχωρώ
     συνώνυμα: συνωθούμαι

Συνώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.