ξανασπρώχνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξανασπρώχνομαι < ξανα- + σπρώχνομαι
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξανασπρώχνομαι | ξανασπρωχνόμουν(α) | θα ξανασπρώχνομαι | να ξανασπρώχνομαι | ||
| β' ενικ. | ξανασπρώχνεσαι | ξανασπρωχνόσουν(α) | θα ξανασπρώχνεσαι | να ξανασπρώχνεσαι | (ξανασπρώχνου) | |
| γ' ενικ. | ξανασπρώχνεται | ξανασπρωχνόταν(ε) | θα ξανασπρώχνεται | να ξανασπρώχνεται | ||
| α' πληθ. | ξανασπρωχνόμαστε | ξανασπρωχνόμαστε ξανασπρωχνόμασταν |
θα ξανασπρωχνόμαστε | να ξανασπρωχνόμαστε | ||
| β' πληθ. | ξανασπρώχνεστε | ξανασπρωχνόσαστε ξανασπρωχνόσασταν |
θα ξανασπρώχνεστε | να ξανασπρώχνεστε | (ξανασπρώχνεστε) | |
| γ' πληθ. | ξανασπρώχνονται | ξανασπρώχνονταν ξανασπρωχνόντουσαν |
θα ξανασπρώχνονται | να ξανασπρώχνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξανασπρώχτηκα | θα ξανασπρωχτώ | να ξανασπρωχτώ | ξανασπρωχτεί | ||
| β' ενικ. | ξανασπρώχτηκες | θα ξανασπρωχτείς | να ξανασπρωχτείς | ξανασπρώξου | ||
| γ' ενικ. | ξανασπρώχτηκε | θα ξανασπρωχτεί | να ξανασπρωχτεί | |||
| α' πληθ. | ξανασπρωχτήκαμε | θα ξανασπρωχτούμε | να ξανασπρωχτούμε | |||
| β' πληθ. | ξανασπρωχτήκατε | θα ξανασπρωχτείτε | να ξανασπρωχτείτε | ξανασπρωχτείτε | ||
| γ' πληθ. | ξανασπρώχτηκαν ξανασπρωχτήκαν(ε) |
θα ξανασπρωχτούν(ε) | να ξανασπρωχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ξανασπρωχτεί | είχα ξανασπρωχτεί | θα έχω ξανασπρωχτεί | να έχω ξανασπρωχτεί | ξανασπρωγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ξανασπρωχτεί | είχες ξανασπρωχτεί | θα έχεις ξανασπρωχτεί | να έχεις ξανασπρωχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ξανασπρωχτεί | είχε ξανασπρωχτεί | θα έχει ξανασπρωχτεί | να έχει ξανασπρωχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξανασπρωχτεί | είχαμε ξανασπρωχτεί | θα έχουμε ξανασπρωχτεί | να έχουμε ξανασπρωχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ξανασπρωχτεί | είχατε ξανασπρωχτεί | θα έχετε ξανασπρωχτεί | να έχετε ξανασπρωχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξανασπρωχτεί | είχαν ξανασπρωχτεί | θα έχουν ξανασπρωχτεί | να έχουν ξανασπρωχτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξανασπρωγμένος - είμαστε, είστε, είναι ξανασπρωγμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξανασπρωγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξανασπρωγμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξανασπρωγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξανασπρωγμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξανασπρωγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξανασπρωγμένοι | |||||
Μεταφράσεις
ξανασπρώχνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.