σπερματογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπερματογραφία οι σπερματογραφίες
      γενική της σπερματογραφίας των σπερματογραφιών
    αιτιατική τη σπερματογραφία τις σπερματογραφίες
     κλητική σπερματογραφία σπερματογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπερματογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: spermatographie < αρχαία ελληνική σπέρμα + γράφω

Ουσιαστικό

σπερματογραφία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.