σπαχής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σπαχής | οι | σπαχήδες |
| γενική | του | σπαχή | των | σπαχήδων |
| αιτιατική | τον | σπαχή | τους | σπαχήδες |
| κλητική | σπαχή | σπαχήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /spaˈçis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπα‐χής
Ουσιαστικό
σπαχής αρσενικό
- (ιστορία) Τούρκος ιππέας πολεμιστής
- ※ Τ' άλογα των σπαχήδων πέφτουν νεκρά στο χώμα πριν φέρουν τους καβαλάρους στη μάχη. (Ανδρέας Καρκαβίτσας Η θυσία [διήγημα])
- (ιστορία) Τούρκος τιμαριούχος
-
σπαχής στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
- σπαχής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σπαχίδες - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.