σονάτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σονάτα | οι | σονάτες |
| γενική | της | σονάτας | των | σονατών |
| αιτιατική | τη | σονάτα | τις | σονάτες |
| κλητική | σονάτα | σονάτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σονάτα < (λόγιο δάνειο) ιταλική sonata[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /soˈna.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐νά‐τα
Ουσιαστικό
σονάτα θηλυκό
- (μουσική) φόρμα όπου γίνεται παρουσίαση, ανάπτυξη και ανακεφαλαίωση δύο θεμάτων σε τρία μέρη
- (μουσική) σύνθεση που έχει γραφεί για 1 ή 2 όργανα, η ανάπτυξη της οποίας γίνεται σε 3 ή 4 μέρη εκ των οποίων το πρώτο έχει φόρμα σονάτας
-
σονάτα στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- σονάτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.