σολώνιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σολώνιος η σολώνια το σολώνιο
      γενική του σολώνιου της σολώνιας του σολώνιου
    αιτιατική τον σολώνιο τη σολώνια το σολώνιο
     κλητική σολώνιε σολώνια σολώνιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σολώνιοι οι σολώνιες τα σολώνια
      γενική των σολώνιων των σολώνιων των σολώνιων
    αιτιατική τους σολώνιους τις σολώνιες τα σολώνια
     κλητική σολώνιοι σολώνιες σολώνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σολώνιος < Σόλων + -ιος

Επίθετο

σολώνιος, -α, -ο

  • του Σόλωνος
    Οι πιο γνωστοί πόδες της αρχαιότητας είναι ο πους της Ηράκλειας στην Κάτω Ιταλία, ο πους του κούρου της Τενέας, ο αιγινήτιος πους, ο σολώνιος αττικός πους, ο ιωνικός πους και ο ολυμπιακός πους. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.