Σόλων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σόλων οι Σόλωνες
      γενική του Σόλωνος των Σολώνων
    αιτιατική τον Σόλωνα τους Σόλωνες
     κλητική Σόλων Σόλωνες
Δείτε και τη νεότερη μορφή Σόλωνας.
Κατηγορία όπως «Βύρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σόλων < αρχαία ελληνική Σόλων (< ίσως σόλος)

Κύριο όνομα

Σόλων αρσενικό (και Σόλωνας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.