σολδίο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σολδίο τα σολδία
      γενική του σολδίου των σολδίων
    αιτιατική το σολδίο τα σολδία
     κλητική σολδίο σολδία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σολδίο < μεσαιωνική ελληνική σολδίον ή (ελληνιστική κοινή) σολδίον < λατινική soldus < solidus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *solidos < *solh₂- (ολόκληρος)

Ουσιαστικό

σολδίο ουδέτερο

  1. (νόμισμα, ιστορία) το βυζαντινό σολδίον
  2. (νόμισμα, παρωχημένο) παλαιότερο χάλκινο ή ορειχάλκινο γαλλικό νόμισμα (1/20 της λίβρας)
  3. (νόμισμα, παρωχημένο) γαλλικό νόμισμα 5 λεπτών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.