παρασόκακο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρασόκακο τα παρασόκακα
      γενική του παρασόκακου των παρασόκακων
    αιτιατική το παρασόκακο τα παρασόκακα
     κλητική παρασόκακο παρασόκακα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρασόκακο < παρα- + σοκάκ(ι) + -ο

Ουσιαστικό

παρασόκακο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • εφημ. “Πρωΐα” (χ.χ.έ.), Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης: ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν. Έκδοσις δευτέρα επαυξημένη. 2 τόμ. με ενιαία σελιδαρίθμηση. Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου, σελ. 1857.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.