σοβαρότερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σοβαρότερος | η | σοβαρότερη | το | σοβαρότερο |
| γενική | του | σοβαρότερου | της | σοβαρότερης | του | σοβαρότερου |
| αιτιατική | τον | σοβαρότερο | τη | σοβαρότερη | το | σοβαρότερο |
| κλητική | σοβαρότερε | σοβαρότερη | σοβαρότερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σοβαρότεροι | οι | σοβαρότερες | τα | σοβαρότερα |
| γενική | των | σοβαρότερων | των | σοβαρότερων | των | σοβαρότερων |
| αιτιατική | τους | σοβαρότερους | τις | σοβαρότερες | τα | σοβαρότερα |
| κλητική | σοβαρότεροι | σοβαρότερες | σοβαρότερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σοβαρότερος < σοβαρ(ός) + -ότερος, συγκριτικός βαθμός του σoβαρός
Επίθετο
σοβαρότερος, -η, -ο
- που είναι πιο σοβαρός από κάποιον ή κάτι άλλο
- είναι σοβαρότερο άτομο από τον ξάδερφο του Παπαδάκη και καλύτερα να τον προσλάβεις αφήνοντας κατά μέρος τα ρυσφέτια
- πιο ανησυχητικός, πιο βαρύς
- Είναι δυστυχώς σοβαρότερης μορφής από του θείου, η πρόγνωση δεν είναι και τόσο καλή
Παράγωγα
- σοβαρότερα (επίρρημα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.