σοβαρότερος

Νέα ελληνικά (el)

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σοβαρότερος η σοβαρότερη το σοβαρότερο
      γενική του σοβαρότερου της σοβαρότερης του σοβαρότερου
    αιτιατική τον σοβαρότερο τη σοβαρότερη το σοβαρότερο
     κλητική σοβαρότερε σοβαρότερη σοβαρότερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σοβαρότεροι οι σοβαρότερες τα σοβαρότερα
      γενική των σοβαρότερων των σοβαρότερων των σοβαρότερων
    αιτιατική τους σοβαρότερους τις σοβαρότερες τα σοβαρότερα
     κλητική σοβαρότεροι σοβαρότερες σοβαρότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σοβαρότερος < σοβαρ(ός) + -ότερος, συγκριτικός βαθμός του σoβαρός

Επίθετο

σοβαρότερος, -η, -ο

  1. που είναι πιο σοβαρός από κάποιον ή κάτι άλλο
    είναι σοβαρότερο άτομο από τον ξάδερφο του Παπαδάκη και καλύτερα να τον προσλάβεις αφήνοντας κατά μέρος τα ρυσφέτια
  2. πιο ανησυχητικός, πιο βαρύς
    Είναι δυστυχώς σοβαρότερης μορφής από του θείου, η πρόγνωση δεν είναι και τόσο καλή

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.