σμίλευσις
→ χρειάζεται παράθεμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σμίλευσῐς | αἱ | σμιλεύσεις | ||||
| γενική | τῆς | σμιλεύσεως | τῶν | σμιλεύσεων | ||||
| δοτική | τῇ | σμιλεύσει | ταῖς | σμιλεύσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | σμίλευσῐν | τὰς | σμιλεύσεις | ||||
| κλητική ὦ! | σμίλευσῐ | σμιλεύσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σμιλεύσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | σμιλευσέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- σμίλευσις < σμιλεύ(ω) + -σις < αρχαία ελληνική σμίλη
Πηγές
- s.v. σμίλη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- σμίλευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.