σκυλιασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκυλιασμένος η σκυλιασμένη το σκυλιασμένο
      γενική του σκυλιασμένου της σκυλιασμένης του σκυλιασμένου
    αιτιατική τον σκυλιασμένο τη σκυλιασμένη το σκυλιασμένο
     κλητική σκυλιασμένε σκυλιασμένη σκυλιασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκυλιασμένοι οι σκυλιασμένες τα σκυλιασμένα
      γενική των σκυλιασμένων των σκυλιασμένων των σκυλιασμένων
    αιτιατική τους σκυλιασμένους τις σκυλιασμένες τα σκυλιασμένα
     κλητική σκυλιασμένοι σκυλιασμένες σκυλιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

σκυλιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.