σκιτσογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκιτσογραφία οι σκιτσογραφίες
      γενική της σκιτσογραφίας των σκιτσογραφιών
    αιτιατική τη σκιτσογραφία τις σκιτσογραφίες
     κλητική σκιτσογραφία σκιτσογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκιτσογραφία < σκίτσο + -ο- + -γραφία

Ουσιαστικό

σκιτσογραφία θηλυκό

  • η τέχνη της σχεδίασης σκίτσων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.