σκιαμαχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκιαμαχία | οι | σκιαμαχίες |
| γενική | της | σκιαμαχίας | των | σκιαμαχιών |
| αιτιατική | τη | σκιαμαχία | τις | σκιαμαχίες |
| κλητική | σκιαμαχία | σκιαμαχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκιαμαχία < (ελληνιστική κοινή) σκιαμαχία < σκιά + μάχη (μάχη με σκιά, με εικονικό δηλαδή αντίπαλο)
Ουσιαστικό
σκιαμαχία θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σκιαμαχία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.