σκανάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκανάρω < σκαν + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική scan[1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /skaˈna.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκανάρω

Ρήμα

σκανάρω, πρτ.: σκάναρα, στ.μέλλ.: θα σκαναρίσω, αόρ.: σκανάρισα/σκάναρα, παθ.φωνή: σκανάρομαι, π.αόρ.: σκαναρίστηκα, μτχ.π.π.: σκαναρισμένος

Παράγωγα

Κλίση

  • Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: σκάναρα
  • Δεύτερος εξαρτημένος τύπος: σκανάρω

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σκανάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σκανάρω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.