σκανάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκανάρισμα | τα | σκαναρίσματα |
| γενική | του | σκαναρίσματος | των | σκαναρισμάτων |
| αιτιατική | το | σκανάρισμα | τα | σκαναρίσματα |
| κλητική | σκανάρισμα | σκαναρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σκανάρισμα ουδέτερο
- (αγγλισμός, καθομιλουμένη, πληροφορική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σκανάρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.