σαρωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαρωτής οι σαρωτές
      γενική του σαρωτή των σαρωτών
    αιτιατική τον σαρωτή τους σαρωτές
     κλητική σαρωτή σαρωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαρωτής < σαρώνω, απόδοση του αγγλικού scanner

Ουσιαστικό

σαρωτής αρσενικό

  1. (πληροφορική) (νεολογισμός) συσκευή που σαρώνει μια επιφάνεια με κείμενο ή εικόνες και δημιουργεί ένα ψηφιακό αρχείο με τα περιεχόμενά της το οποίο μπορεί να αποθηκευτεί σε ηλεκτρονικό υπολογιστή
  2. (γενικότερα) κάθε ηλεκτρονικό σύστημα σάρωσης και ανίχνευσης

Μεταφράσεις

Πηγές

  • σαρωτής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.