Σκίτις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Σκίτῐς
      γενική τῆς Σκίτεως
      δοτική τῇ Σκίτει
    αιτιατική τὴν Σκίτῐν
     κλητική ! Σκίτῐ
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σκίτις (ελληνιστική κοινή) <  δείτε τη λέξη Σκῆτις

Κύριο όνομα

Σκίτις θηλυκό, μόνο στον ενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.