σκητιώτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σκητιώτης | οι | σκητιώτες |
| γενική | του | σκητιώτη | των | σκητιωτών |
| αιτιατική | τον | σκητιώτη | τους | σκητιώτες |
| κλητική | σκητιώτη | σκητιώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκητιώτης < μεσαιωνική ελληνική σκητιώτης[1] < σκήτη < ελληνιστική κοινή σκῆτις
Μεταφράσεις
σκητιώτης
|
|
- σκητιώτης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.