σκήπτρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκήπτρο τα σκήπτρα
      γενική του σκήπτρου των σκήπτρων
    αιτιατική το σκήπτρο τα σκήπτρα
     κλητική σκήπτρο σκήπτρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκήπτρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκῆπτρον[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈskip.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκηπτρο

Ουσιαστικό

σκήπτρο ουδέτερο

  • η ράβδος από πολύτιμα συνήθως υλικά με κάποια διακόσμηση που είναι σύμβολο εξουσίας
    τα σκήπτρα της βασιλείας

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.