σκήπτρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκήπτρο | τα | σκήπτρα |
| γενική | του | σκήπτρου | των | σκήπτρων |
| αιτιατική | το | σκήπτρο | τα | σκήπτρα |
| κλητική | σκήπτρο | σκήπτρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκήπτρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκῆπτρον[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈskip.tɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκηπ‐τρο
Ουσιαστικό
σκήπτρο ουδέτερο
Αναφορές
- σκήπτρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.