σκάνταλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκάνταλο τα σκάνταλα
      γενική του σκάνταλου των σκάνταλων
    αιτιατική το σκάνταλο τα σκάνταλα
     κλητική σκάνταλο σκάνταλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκάνταλο < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή σκάνδαλον, διατηρώντας την προφορά [nd]. Συγκρίνετε με το σκάνδαλο. [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈskan.da.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκάνταλο

Ουσιαστικό

σκάνταλο ουδέτερο

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
σκανταλ- 

 και δείτε τη λέξη σκάνδαλο για όλες τις λέξεις με θέμα σκανδαλ-

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σκάνταλο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του σκάνταλος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σκάνταλος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.