σκάνταλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκάνταλο | τα | σκάνταλα |
| γενική | του | σκάνταλου | των | σκάνταλων |
| αιτιατική | το | σκάνταλο | τα | σκάνταλα |
| κλητική | σκάνταλο | σκάνταλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκάνταλο < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή σκάνδαλον, διατηρώντας την προφορά [nd]. Συγκρίνετε με το σκάνδαλο. [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈskan.da.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκά‐ντα‐λο
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
σκανταλ-
σκανταλ-
- ασκαντάλιστα, ασκανδάλιστα,
- ασκαντάλιστος, ασκανδάλιστος
- σκανταλέτο
- σκαντάλη, σκανδάλη
- σκανταλήθρα
- σκαντάλι, σκανδάλι
- σκανταλιά, σκανδαλιά
- σκανταλιάρης, σκανδαλιάρης
- σκανταλιάρικα, σκανδαλιάρικα
- σκανταλιάρικος, σκανδαλιάρικος
- σκανταλιάρω
- σκανταλίζω, σκανδαλίζω
- σκαντάλιο
- σκανταλισμένος, σκανδαλισμένος
- σκανταλίτσα, σκανδαλίτσα
- σκανταλόπετρα
- σκάνταλος, σκάνδαλος
- σκανταλοσύνη
- σκανταλόχορτο
→ και δείτε τη λέξη σκάνδαλο για όλες τις λέξεις με θέμα σκανδαλ-
Κλιτικός τύπος επιθέτου
σκάνταλο
Μεταφράσεις
σκάνταλο
|
Αναφορές
- σκάνταλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.