σκανταλιάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκανταλιάρω < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /skan.daˈʎa.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκανταλιάρω

Ρήμα

σκανταλιάρω, πρτ.: σκανταλιάριζα, αόρ.: σκανταλιάρισα (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.