σκάνταλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκάνταλος | η | σκάνταλη | το | σκάνταλο |
| γενική | του | σκάνταλου | της | σκάνταλης | του | σκάνταλου |
| αιτιατική | τον | σκάνταλο | τη | σκάνταλη | το | σκάνταλο |
| κλητική | σκάνταλε | σκάνταλη | σκάνταλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκάνταλοι | οι | σκάνταλες | τα | σκάνταλα |
| γενική | των | σκάνταλων | των | σκάνταλων | των | σκάνταλων |
| αιτιατική | τους | σκάνταλους | τις | σκάνταλες | τα | σκάνταλα |
| κλητική | σκάνταλοι | σκάνταλες | σκάνταλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκάνταλος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
σκάνταλος, -η, -ο
- σκανταλιάρης
- ※ Ο Αντώνης ήταν πολύ σκάνταλος και πολύ άτακτος και κάθε λίγο έβρισκε τον μπελά του. Δεν περνούσε μέρα που να μην έτρωγε δυο τρεις κατσάδες (Πηνελόπη Δέλτα, Τρελαντώνης)
Μεταφράσεις
σκάνταλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.