σιόρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σιόρα | οι | σιόρες |
| γενική | της | σιόρας | — | |
| αιτιατική | τη | σιόρα | τις | σιόρες |
| κλητική | σιόρα | σιόρες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σιόρα < (άμεσο δάνειο) βενετική sióra < ιταλική signora < signore (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < λατινική seniorem, αιτιατική του senior, συγκριτικός βαθμός του senex < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sénos (γέρος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsi̯o.ɾa/ & /ˈsço.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σιό‐ρα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σινιόρ
Μεταφράσεις
σιόρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.